Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Σταματούσαν οι δείχτες τού ρολογιού,

εξουθενωμένοι από το αιώνιο δρομολόγιο.

Τα σύννεφα πύκνωναν και αργοσκούραιναν,

ενώ στον ουρανό ξεσπούσαν τα τελευταία δάκρυα.

Ξεκινούσε ένα μεγάλο ταξίδι,

τόσο όμοιο και τόσο διαφορετικό από τα άλλα.

Ακόμα και το χώμα πενθούσε.

Η ιερότερη στιγμή γινόταν φθινοπωρινή στάχτη.

Όχι, δεν πέθαινε κάποιος θνητός.

Τα ζώα ούρλιαζαν στο δάσος,

λες και είχαν λαβωθεί ταυτόχρονα όλα.

Τα δέντρα αποχωρίζονταν τα φυλλώματά τους.

Λουλούδια δεν άνθιζαν.

Ο αέρας δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει.

Κάτι ακινητοποιούσε τούς ανθρώπους.

Ο ήλιος φοβόταν ν’ ανατείλει.

Το φεγγάρι δίσταζε να προβάλει.

Το κενό βασίλευε, το χάος,

όπως πριν δημιουργηθεί το Σύμπαν.

Μα τι συνέβαινε;

Πέθαινε η ίδια η Ψυχή,

που κάποιοι μάς διαβεβαίωναν ότι είναι αθάνατη.

Η παραίτηση ήταν εύκολη.

Οπισθοδρόμηση – όχι πορεία προς τα εμπρός.

Τόσο φτωχή η ανθρώπινη διάγνωση:

αυτοκτονία...

Δεν υπάρχουν σχόλια: